ἡμέρως

ἡμέρως
ἥμερος
tame
adverbial
ἥμερος
tame
masc acc pl (doric)
ἡμερόω
tame
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἡμερόω
tame
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • συναυλίζομαι — ΜΑ [σύναυλος (II)] έχω σχέσεις, συναναστρέφομαι αρχ. 1. συγκατοικώ 2. συναθροίζομαι («θηρῶν ὅμιλος ἡμέρως συνηυλίσθη», Βάβρ.) 3. (για στρατεύματα) στρατοπεδεύω σε γειτονικές περιοχές …   Dictionary of Greek

  • ԸՆԴԵԼԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0770 Chronological Sequence: Unknown date մ. ἠμέρως Իբրեւ ընդել. ընտանեբար. *Ի ձեռն մարմնոյ ընդելաբար եւ զգօնաբար ընդ համազգեացս խօսելով. Բրս. ծն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”